εφορευτικός

εφορευτικός
-ή, -ό [εφορεύω]
1. ο αρμόδιος στο να εφορεύει, να επιτηρεί, ο εποπτικός
2. φρ. «εφορευτική επιτροπή» — η επιτροπή που εποπτεύει μια νόμιμη διαδικασία, κυρίως τη διεξαγωγή τών εκλογών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εφορευτικός — ή, ό ο αρμόδιος να επιβλέπει και να εποπτεύει: Εφορευτική επιτροπή εκλογικού τμήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”